Εκδόθηκαν οι αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, μετά από αναμονή πολλών μηνών, αναφορικά με τη συνταγματικότητα ή μη του Νόμου Κατρούγκαλου.
Σύμφωνα με αποσπάσματα των αποφάσεων, τα οποία έχουν δει το φως της δημοσιότητας κρίθηκαν αντισυνταγματικές οι μειώσεις σε 260.000 επικουρικές συντάξεις, οι οποίες αθροιζόμενες με την κύρια υπερέβαιναν στο μικτό ποσό τα 1.300€.
Αντισυνταγματικά κρίθηκαν τα υψηλά ποσοστά εισφορών στους μη μισθωτούς του ΟΑΕΕ, ΕΤΑΑ και ΟΓΑ, τα οποία έρχονται σε πλήρη αντίθεση με αυτά των μισθωτών, διότι παραβιάζεται η θεμελιώδης συνταγματική αρχή της ισότητας, καθώς στο 20% της εισφοράς των μισθωτών το 6,67% βαρύνει τους ίδιους, ενώ το 13,33% βαρύνει τον εργοδότη, ενώ αντίθετα οι μη μισθωτοί επιβαρύνονται εξ ολοκλήρου με ολόκληρο το ποσοστό 20% (αναφέρεται στο αρχικό ποσοστό 20% πριν τη μείωσή του στο 13,33%)
Συνταγματική οριακά κρίθηκε η ημερομηνία 31.12.2014 σαν ημερομηνία κλειδί για τον επανυπολογισμό των συντάξεων.
Συνταγματική κρίθηκε τέλος η συγχώνευση στον ΕΦΚΑ όλων των ασφαλιστικών ταμείων, συμπεριλαμβανομένου και του Δημοσίου.
Παραθέτουμε απόσπασμα αποφάσεως του ΣΤΕ:
"Περαιτέρω, όμως, η υπαγωγή στην ασφάλιση, κατά τις διατάξεις αυτές, μισθωτών και μη μισθωτών, ήτοι κατηγοριών ασφαλισμένων με ουσιωδώς διαφορετικές συνθήκες απασχολήσεως και παραγωγής εισοδήματος, υπό ενιαίους κανόνες εισφορών και παροχών (άρθρα 39, 40 και 41 του ν. 4387/2016), αντίκειται στη συνταγματική αρχή της ισότητας, από της απόψεως της ενιαίας μεταχειρίσεως προσώπων που τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες.
Πράγματι, κατά το διανεμητικό σύστημα καθορισμένων παροχών, το οποίο επέλεξε ο νομοθέτης για τον νέο φορέα, ασφαλισμένοι οιασδήποτε κατηγορίας από τις υπαγόμενες στον ενιαίο ασφαλιστικό φορέα με τις ίδιες συντάξιμες αποδοχές (για τις οποίες κατέβαλαν εισφορές) και τον ίδιο χρόνο ασφαλίσεως αποκτούν την ίδια ασφαλιστική παροχή (κύρια σύνταξη). Στην χρηματοδότηση της παροχής αυτής τόσο η ασφαλιζόμενη μισθωτή εργασία όσο και τα ασφαλιζόμενα επαγγέλματα συμβάλλουν με το ίδιο ποσοστό εισφοράς (20%) επί του εισοδήματος που παράγουν. Την παροχή όμως αυτή οι μη μισθωτοί ασφαλισμένοι (αυτοαπασχολούμενοι, ελεύθεροι επαγγελματίες και αγρότες) αποκτούν έχοντας καταβάλει το σύνολο της ως άνω εισφοράς επί του εισοδήματος που πραγματοποιούν από το επάγγελμά τους, ενώ οι μισθωτοί ασφαλισμένοι αποκτούν την ίδια παροχή έχοντας καταβάλει εισφορά 6,67% επί των αποδοχών τους από την εργασία τους, καθώς το υπόλοιπο της εισφοράς (13,33%) βαρύνει τους εργοδότες τους. Συνεπώς, οι μη μισθωτοί ασφαλισμένοι, μη έχοντες εργοδότη βαρυνόμενο με τμήμα της δικής τους εισφοράς, καταβάλλουν τριπλάσιο μέρος του εισοδήματός τους ως αντιπαροχή για την πρόσβαση στην κοινωνική ασφάλιση και την απόληψη της ίδιας παροχής σε σχέση με τους μισθωτούς ασφαλισμένους και, μάλιστα, χωρίς το ύψος των καταβληθεισών εισφορών τους να συνδιαμορφώνει, όπως στο σύστημα καθορισμένων εισφορών, το ύψος της ασφαλιστικής παροχής. Ίδιας τάξεως δε διαφορά προκύπτει και στις οριζόμενες στον νόμο εισφορές για την υγειονομική περίθαλψη."
Οι σοβαρότατες αυτές δικαστικές εξελίξεις οδηγούν στα ακόλουθα συμπεράσματα:
1.Απαιτείται η αλλαγή στον τρόπο υπολογισμού των εισφορών των μη μισθωτών, αυτοαπασχολούμενων, επιστημόνων και αγροτών με αντίστοιχα ποσοστά εισφορών, με τα οποία βαρύνονται και οι μισθωτοί, χωρίς όμως δυσμενείς συνέπειες στην ανταποδοτικότητα.
2.Αύξηση στους συντελεστές αναπλήρωσης των συντάξεων, οι οποίοι είναι πάρα πολύ χαμηλοί και αδικούν κατάφωρα, αντί να επιβραβεύουν όσους εργάστηκαν και κόπιασαν επί πολλά έτη. Οι ανταποδοτικές συντάξεις υπολογίζονται με πολύ χαμηλούς συντελεστές αναπλήρωσης. Πρέπει να αυξηθούν για να γίνουν δικαιότεροι.
3.Δεν αποκλείεται η θέσπιση ενός νέου ασφαλιστικού, δεδομένου ότι οι διατάξεις που πρέπει να τροποποιηθούν ή καταργηθούν θα έχουν ένα όχι αμελητέο δημοσιονομικό κόστος για την κυβέρνηση.
4.Σε κάθε περίπτωση, οι όποιες αλλαγές επιβάλλεται να θεσπιστούν με μοναδικό γνώμονα το συμφέρον των ασφαλισμένων/συνταξιούχων, οι οποίοι τα τελευταία 10 έτη έχουν βομβαρδιστεί με τεράστιες αυξήσεις εισφορών, ατελείωτες μειώσεις συντάξεων, κατάργηση του ΕΚΑΣ, και γενικότερα καταπάτηση εργασιακών και συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, τα οποία για να κατακτηθούν απαιτήθηκαν δεκαετίες αγώνων.
Για όλες τις νομοθετικές αλλαγές στο ασφαλιστικό σύστημα που θα νομοθετηθούν από την Κυβέρνηση μετά την απόφαση-σταθμό του Στε, οι αναγνώστες μας θα ενημερώνονται άμεσα και έγκυρα από τον παρόντα ιστότοπο.
Οι σοβαρότατες αυτές δικαστικές εξελίξεις οδηγούν στα ακόλουθα συμπεράσματα:
1.Απαιτείται η αλλαγή στον τρόπο υπολογισμού των εισφορών των μη μισθωτών, αυτοαπασχολούμενων, επιστημόνων και αγροτών με αντίστοιχα ποσοστά εισφορών, με τα οποία βαρύνονται και οι μισθωτοί.
2.Αύξηση στους συντελεστές αναπλήρωσης των συντάξεων, οι οποίοι είναι πάρα πολύ χαμηλοί και αδικούν κατάφωρα, αντί να επιβραβεύουν όσους εργάστηκαν και κόπιασαν επί πολλά έτη.
3.Δεν αποκλείεται η θέσπιση ενός νέου ασφαλιστικού, δεδομένου ότι οι διατάξεις που πρέπει να τροποποιηθούν ή καταργηθούν θα έχουν ένα όχι αμελητέο δημοσιονομικό κόστος.
4.Σε κάθε περίπτωση, οι όποιες αλλαγές επιβάλλεται να θεσπιστούν με μοναδικό γνώμονα το συμφέρον των ασφαλισμένων/συνταξιούχων, οι οποίοι τα τελευταία 10 έτη έχουν βομβαρδιστεί με τεράστιες αυξήσεις εισφορών, ατελείωτες μειώσεις συντάξεων, κατάργηση του ΕΚΑΣ, και γενικότερα καταπάτηση εργασιακών και συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, τα οποία για να κατακτηθούν απαιτήθηκαν δεκαετίες αγώνων.
Παραθέτουμε απόσπασμα αποφάσεως του ΣΤΕ:
"Περαιτέρω, όμως, η υπαγωγή στην ασφάλιση, κατά τις διατάξεις αυτές, μισθωτών και μη μισθωτών, ήτοι κατηγοριών ασφαλισμένων με ουσιωδώς διαφορετικές συνθήκες απασχολήσεως και παραγωγής εισοδήματος, υπό ενιαίους κανόνες εισφορών και παροχών (άρθρα 39, 40 και 41 του ν. 4387/2016), αντίκειται στη συνταγματική αρχή της ισότητας, από της απόψεως της ενιαίας μεταχειρίσεως προσώπων που τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες.
Πράγματι, κατά το διανεμητικό σύστημα καθορισμένων παροχών, το οποίο επέλεξε ο νομοθέτης για τον νέο φορέα, ασφαλισμένοι οιασδήποτε κατηγορίας από τις υπαγόμενες στον ενιαίο ασφαλιστικό φορέα με τις ίδιες συντάξιμες αποδοχές (για τις οποίες κατέβαλαν εισφορές) και τον ίδιο χρόνο ασφαλίσεως αποκτούν την ίδια ασφαλιστική παροχή (κύρια σύνταξη). Στην χρηματοδότηση της παροχής αυτής τόσο η ασφαλιζόμενη μισθωτή εργασία όσο και τα ασφαλιζόμενα επαγγέλματα συμβάλλουν με το ίδιο ποσοστό εισφοράς (20%) επί του εισοδήματος που παράγουν. Την παροχή όμως αυτή οι μη μισθωτοί ασφαλισμένοι (αυτοαπασχολούμενοι, ελεύθεροι επαγγελματίες και αγρότες) αποκτούν έχοντας καταβάλει το σύνολο της ως άνω εισφοράς επί του εισοδήματος που πραγματοποιούν από το επάγγελμά τους, ενώ οι μισθωτοί ασφαλισμένοι αποκτούν την ίδια παροχή έχοντας καταβάλει εισφορά 6,67% επί των αποδοχών τους από την εργασία τους, καθώς το υπόλοιπο της εισφοράς (13,33%) βαρύνει τους εργοδότες τους. Συνεπώς, οι μη μισθωτοί ασφαλισμένοι, μη έχοντες εργοδότη βαρυνόμενο με τμήμα της δικής τους εισφοράς, καταβάλλουν τριπλάσιο μέρος του εισοδήματός τους ως αντιπαροχή για την πρόσβαση στην κοινωνική ασφάλιση και την απόληψη της ίδιας παροχής σε σχέση με τους μισθωτούς ασφαλισμένους και, μάλιστα, χωρίς το ύψος των καταβληθεισών εισφορών τους να συνδιαμορφώνει, όπως στο σύστημα καθορισμένων εισφορών, το ύψος της ασφαλιστικής παροχής. Ίδιας τάξεως δε διαφορά προκύπτει και στις οριζόμενες στον νόμο εισφορές για την υγειονομική περίθαλψη."
Οι σοβαρότατες αυτές δικαστικές εξελίξεις οδηγούν στα ακόλουθα συμπεράσματα:
1.Απαιτείται η αλλαγή στον τρόπο υπολογισμού των εισφορών των μη μισθωτών, αυτοαπασχολούμενων, επιστημόνων και αγροτών με αντίστοιχα ποσοστά εισφορών, με τα οποία βαρύνονται και οι μισθωτοί, χωρίς όμως δυσμενείς συνέπειες στην ανταποδοτικότητα.
2.Αύξηση στους συντελεστές αναπλήρωσης των συντάξεων, οι οποίοι είναι πάρα πολύ χαμηλοί και αδικούν κατάφωρα, αντί να επιβραβεύουν όσους εργάστηκαν και κόπιασαν επί πολλά έτη. Οι ανταποδοτικές συντάξεις υπολογίζονται με πολύ χαμηλούς συντελεστές αναπλήρωσης. Πρέπει να αυξηθούν για να γίνουν δικαιότεροι.
3.Δεν αποκλείεται η θέσπιση ενός νέου ασφαλιστικού, δεδομένου ότι οι διατάξεις που πρέπει να τροποποιηθούν ή καταργηθούν θα έχουν ένα όχι αμελητέο δημοσιονομικό κόστος για την κυβέρνηση.
4.Σε κάθε περίπτωση, οι όποιες αλλαγές επιβάλλεται να θεσπιστούν με μοναδικό γνώμονα το συμφέρον των ασφαλισμένων/συνταξιούχων, οι οποίοι τα τελευταία 10 έτη έχουν βομβαρδιστεί με τεράστιες αυξήσεις εισφορών, ατελείωτες μειώσεις συντάξεων, κατάργηση του ΕΚΑΣ, και γενικότερα καταπάτηση εργασιακών και συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, τα οποία για να κατακτηθούν απαιτήθηκαν δεκαετίες αγώνων.
Για όλες τις νομοθετικές αλλαγές στο ασφαλιστικό σύστημα που θα νομοθετηθούν από την Κυβέρνηση μετά την απόφαση-σταθμό του Στε, οι αναγνώστες μας θα ενημερώνονται άμεσα και έγκυρα από τον παρόντα ιστότοπο.
Δημήτριος Νούσκας
Δικηγόρος Εργατολόγος Παρ' Εφέταις,
με εξειδίκευση στο Κοινωνικοασφαλιστικό
και Συνταξιοδοτικό Δίκαιο
ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΝΟΥΣΚΑΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΑΘΗΝΑ-ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ tel:2310545445 mobile:6937174399 Αποστολή mail με την υπόθεσή σας: dimitris.nouskas.law@gmail.com |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου